- απροβίβαστος
- η , ο [ος , ον ] не переведённый в следующий класс (об ученике); не повышенный в чине, не получивший повышения по службе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροβίβαστος — η, ο (Μ ἀπροβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει προβιβαστεί, δεν έχει προαχθεί σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο βαθμό νεοελλ. εκείνος που δεν παρέχει τη δυνατότητα προβιβασμού … Dictionary of Greek
απροβίβαστος — η, ο αυτός που δεν προβιβάστηκε (σε ανώτερη τάξη, ανώτερο βαθμό κτλ.): Ο ανιψιός μου έμεινε εφέτος απροβίβαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)